- πίσσυγγος
- πίσσ-υγγος, ὁ,A = πίσυγγος (q. v.), PMasp.141vv9 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίσσυγγος — ὁ, Α (δ. γρφ·) βλ. πίσυγγος … Dictionary of Greek
πισσύγγους — πίσσυγγος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσυγγοι — πίσσυγγος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσυγγος — και πίσσυγγος, ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek